Η περίοδος του
μεσοπολέμου (1920-1940), χαρακτηρίζεται από σημαντικές μεταβολές στον
κοινωνικό, στον πολιτικό και στον οικονομικό τομέα της Χώρας.
Το
γεγονός σταθμός που διαμόρφωσε την μετέπειτα ελληνική κοινωνία, υπήρξε η
Μικρασιατική καταστροφή το 1922. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή, το ελληνικό
κράτος, είχε να αντιμετωπίσει διάφορα ζητήματα κοινωνικής και οικονομικής
φύσης. Στον κοινωνικό τομέα, υπήρξε μια μεταβολή στην πληθυσμιακή σύνθεση,
καθώς η είσοδος ενός μεγάλο αριθμού προσφύγων σε συνδυασμό με την έξοδο ενός
τμήματος του πληθυσμού της χώρας σύμφωνα με τις ανταλλαγές πληθυσμών που έγιναν
εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με την Συνθήκη της Λωζάννης (1923), επηρέασαν όπως ήταν φυσικό τον τομέα της
οικονομίας καθώς έπρεπε να εφαρμοστούν νέοι τρόποι παραγωγής, οι οποίοι θα ήταν
ικανοί να συντηρήσουν τον υπάρχον πληθυσμό αλλά και τους πρόσφυγες.
Οι αλλαγές που
πραγματοποιήθηκαν στον οικονομικό τομέα, σε συνδυασμό με τους νέους τρόπους
καπιταλιστικής ανάπτυξης που εφαρμόστηκαν στη χώρα εκείνη της περίοδο, είχαν
σαν αποτέλεσμα την ταχύτατη ωρίμανση του
εργατικού κινήματος. Η πληθώρα εργατικών χεριών με την έλευση των προσφύγων, οι
νέοι τρόποι οργάνωσης της παραγωγής σε συνδυασμό με την διάδοση σοσιαλιστικών
ιδεών στην χώρα είχαν σαν αποτέλεσμα το
εργατικό κίνημα του μεσοπολέμου να είναι
μαζικό και οργανωμένο κάτω από κοινά αιτήματα.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1920
Στις αρχές της δεκαετίας
του 1920 τα σωματεία των καπνεργατών,
είχαν πετύχει μια σχετική εργασιακή ασφάλεια για τα μέλη τους,
επιβάλλοντας με τους αγώνες τους ένα σύστημα επεξεργασίας καπνού, το οποίο
απαιτούσε περισσότερα εργατικά χέρια για τη διεκπεραίωσή του. Παράγοντας που
συνέβαλλε θετικά στην εξέλιξη αυτή, ήταν η ψήφιση του ν2869/1922 από την
κυβέρνηση του Δημήτριου Γούναρη, με τον οποίο απαγορευόταν η εξαγωγή
ανεπεξέργαστων καπνών (Πετμεζάς 2002, 221). Μείωσαν έτσι την ανεργία στον κλάδο
και εξασφάλισαν μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στη διαμόρφωση του
μισθολογίου. Πέτυχαν, επίσης, την επιβολή ενός συστήματος πρόσληψης νέων
εργατών, στο οποίο οι εργοδότες είχαν σχεδόν μηδαμινά περιθώρια παρέμβασης. Ο
καπνεργατικός κλάδος είχε κατακτήσει σημαντικά καλύτερους μισθούς και μειωμένη
εργάσιμη ημέρα σε σχέση με το τι ίσχυε γενικά για την εργατική τάξη της
μεσοπολεμικής Ελλάδας. Η κατάσταση για τους καπνεργάτες, άλλαξε ριζικά με την
επιβολή της Δικτατορίας του Πάγκαλου όπου και εισακούστηκαν οι απαιτήσεις των
καπνέμπορων για την απόσυρση του νόμου του Γούναρη ο οποίος είχε επιφέρει την
κρίση στις συναλλαγές το 1923-1925.
Το βασικό αίτημα που
προέβαλλαν οι καπνεργάτες την περίοδο 1926-28 ήταν η απαγόρευση της εξαγωγής
ανεπεξέργαστων καπνών. Η εξαγωγή των ανεπεξέργαστων καπνών, ήταν μια τακτική
των καπνέμπορων για να μειωθεί το κόστος επεξεργασίας, αλλά και ένας τρόπος περιορισμού
του συνδικαλιστικού κινήματος. Η προσπάθεια αυτή, οφειλόταν κυρίως στα νέα
δεδομένα που είχαν προκύψει από την εγκατάσταση των προσφύγων. Γιατί, λόγω της
ανάγκης για γρήγορη αποκατάσταση, η καπνοκαλλιέργεια που όπως είπαμε και
παραπάνω, δεν απαιτούσε μεγάλες εκτάσεις γης είχε διαδοθεί (Λιάκος 1993, 429)
σε πολλές περιοχές της χώρας, το έδαφος των οποίων ήταν όμως ακατάλληλο για την
καλλιέργεια του καπνού κι έτσι ο καπνός που είχε παραχθεί και οδηγούνταν στις καπναποθήκες για επεξεργασία,
ήταν κατώτερης ποιότητας αλλά το κόστος επεξεργασίας ήταν αρκετά υψηλό και ήταν
λογικό να μην συμφέρει τους καπνέμπορους.
Λόγω της
ριζοσπαστικοποίησης των καπνεργατών και
της μεγάλης επιρροής του κομμουνιστικού
Κόμματος Ελλάδας σε περιοχές που στήριζαν την οικονομία τους στην καπνεργασία,
το κράτος υπερασπίστηκε τις επιδιώξεις τον καπνέμπορων. Χαρακτηριστικό είναι το
γεγονός ότι το ποσοστό του Κομμουνιστικού Κόμματος σε περιοχές που αποτελούνταν
στο μεγαλύτερο ποσοστό τους από καπνεργάτες σημείωνε σημαντική άνοδο (Αλεξίου
1994, 343) συγκριτικά με άλλες περιοχές όπως ήταν της Αθήνας ή του Πειραιά και
ειδικότερα μάλιστα στις εκλογές της τοπικής αυτοδιοίκησης που «οι καπνεργάτες,
παρά τις κινδυνολογίες των αστικών κομμάτων, ψήφιζαν τους «δικούς» τους
υποψηφίους, δίνοντας στην συλλογική τους ταυτότητα θεσμική υπόσταση» ( Αλεξίου
1994, 344).
Ένας ακόμη λόγος της
κρατικής υποστήριξης προς του καπνεργάτες ήταν ότι η κοινωνική διαμάχη που είχε
ξεσπάσει, αφορούσε το βασικότερο και πιο
επικερδές εγαξώγιμο προΐόν.
Οι καπνεργάτες
αντέδρασαν στις επιδιώξεις αυτές με μια σειρά κινητοποιήσεων, απεργιών και
συχνών συγκρούσεων με τις κρατικές ομάδες καταστολής. Εκτός από τις απεργίες,
υπήρχαν και ακραίες αντιδράσεις από την πλευρά των καπνεργατών όπως ήταν η ρήψη
των ανεπεξέργαστων καπνών στην θάλασσα. Το Δικτατορικό καθεστώς του Πάγκαλου,
στοχεύοντας στην αποσυμφόρηση του επαγγέλματος των καπνεργατών, ίδρυσε το 1925
το ταμείο Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών(ΤΑΠΚ), με το οποίο κατοχυρώθηκε το επάγγελμα των καπνεργατών έναντι αυτών που
εργάζονταν περιστασιακά, η Υγειονομική τους Περίθαλψη καθώς και η επιδότηση των
Ανέργων. Το ΤΑΠΚ άρχισε να λειτουργεί την 1η Αυγούστου 1926 ενώ
κατοχυρώθηκε από τη Βουλή με νόμο το 1927. Το διοικητικό συμβούλιο ( Πετμεζάς
2002, 222) του ΤΑΚ αποτελούνταν από 5 δημοσίους υπαλλήλους, 3 εκπροσώπους των
καπνεμπόρων και 3 τρείς εκπροσώπους των εργατών.
Στη δεκαετία του 1920, παρατηρούμε πως η κρατική παρέμβαση στην
καταστολή των καπνεργατικών κινητοποιήσεων, είναι εντονότερη συγκριτικά με τις
προηγούμενες δεκαετίες. Η στάση αυτή όπως είδαμε και παραπάνω, οφείλεται στην
επιρροή του κομμουνιστικού κόμματος στον κλάδο
αλλά και στη γενικότερη κατάσταση που επικρατούσε στην ελληνική κοινωνία
μετά την Μικρασιατική Καταστροφή. Από την άλλη, οι καπνεργάτες βλέποντας την
ανεργία στον κλάδο τους να αυξάνει κατακόρυφα σε συνδυασμό με τα μέτρα που
προωθούνταν από τους καπνέμπορους, ήταν
λογικό να σκληρύνουν την στάση τους και να προσπαθούν να πετύχουν καλύτερη
οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930
Η ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1930
Η δεκαετία του 1930,
αποτελεί την « τρίτη φάση του καπνικού ζητήματος » (Φουντανόπουλος 2002, 318).
Στα 1933, οι καπνέμποροι για να επιτύχουν χαμηλά ημερομίσθια και να μειώσουν το
κόστος επεξεργασίας των καπνών, εισάγουν την «Τόγκα» «σύμφωνα με την οποία, τα
φύλλα καπνού χωρίζονται μεν πιο ποιοτικά, όμως, δεν δεματοποιούνται αραδιασμένα
κατά μέγεθος , αλλά τσαλακώνονται στα πατητήρια για να δεματοποιηθούν στο τέλος »
(Αγγελούδη 1986, 51). Πλέον για την επεξεργασία
αυτή, αρκούσαν μόνο οι γυναίκες. Έτσι παρατηρείται το φαινόμενο, της μείωσης
του αριθμού των ανδρών, γεγονός που επέφερε και την μείωση στα εργατικά
ημερομίσθια αφού οι γυναίκες αμείβονταν με το 1/3 ή το 1/2 από τα ημερομίσθια
των ανδρών.
Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ 1936
Τη δεκαετία του 1936, ο
καπνεργατικός κλάδος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα τα οποία υποβάθμιζαν ολοένα
και περισσότερο την ποιότητα ζωής των καπνεργατών και των οικογενειών τους.
Έτσι, στις 29 Απριλίου 1936, με απόφαση της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας
συγκαλείται γενική απεργία στην οποία συμμετέχουν τα σωματεία καπνεργατών σε
πανελλαδικό επίπεδο. Τα βασικά αιτήματα αφορούσαν την αύξηση των ημερομισθίων, την κοινωνική
ασφάλιση, την χορήγηση δωρεάν φαρμάκων κ.α. (Λιβιεράτος 1994, 265). Στο πλευρό
των καπνεργατών βρέθηκαν και άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι όπως αυτοί των
κλωστοϋφαντουργών, χαρτεργατών, τσαγκαράδων δημιουργώντας έτσι ένα μαζικό και
διεκδικητικό εργατικό κίνημα το οποίο βρίσκονταν στους δρόμους για 10 ημέρες
περίπου έχοντας να αντιμετωπίσει παράλληλα την καταστολή των στρατιωτικών και
αστυνομικών δυνάμεων η οποία οδήγησε σε
τραυματισμούς αλλά και θανάτους διαδηλωτών.
Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ
Στις 10/05/1936 η εφημερίδα "Ριζοσπάστης" δημοσιεύει στο πρωτοσελιδό της μια φωτογραφία που έμελλε να γίνει πηγή έμπνευσης για τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος συγκλονισμένος από τη μάνα που θρηνεί πάνω από τον δολοφονημένο γιό της, γράφει τον Επιτάφιο. Ένα ποίημα που από θρήνος, μετατράπηκε σε σύμβολο κοινωνικής εξέγερσης. Στα 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μετά από προτροπή του ίδιου του Ρίτσου, αποφασίζει να μελοποίησει το ποίημα, έχοντας μαζί του τον Μάνο χατζιδάκη ο οποίος ενορχηστρώνει και διευθύνει την ορχήστρα. Ερμηνεύτρια επιλέχτηκε από τον Χατζιδάκη η Νανα Μούσχουρη. Ένα χρόνο αργότερα, ο Μίκης Θεοδωράκης ξαναηχογραφεί τον επιτάφιο μόνο που αυτή τη φορά επιλέγει τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη στην ερμηνεία και την εκτέλεση αντίστοιχα. Λόγω τη μεγάλης απήχησης των 2 αυτών καλλιτεχνών στις λαΐκές μάζες, η νέα αυτή ηχογράφιση έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό και ακολουθησε και ακολουθεί τις εργατικές κινητοποιήσεις μέχρι και σήμερα.
![]() |
| Πρωτοσέλιδο από την εφημερίδα Ριζοσπάστης, 10/5/1936 |
*Για περισσότερες πληροφορίες και φωτογραφικό υλικό για το επάγγελμα των καπνεργατών, αξίζει να επισκεφτεί κάποιος την ιστοσελίδα του Μουσείου Καπνού Καβάλας.
http://www.tobaccomuseum.gr/
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αγγελούδη, Σαπφώ.(1986) Η Καβάλα ως καπνούπολη, Αρχαιολογία, τευχ. 18 Φεβρουάριος 1986, 49-53
- Αλεξίου, Θανάσης.(1994) Οι κοινωνικές αιτίες της καπνεργατικής διαμαρτυρίας στο Μεσοπόλεμο, Ιστορικά, τεύχ. 11/21 Δεκέμβριος 1994, Αθήνα 339-365.
- Λιάκος, Αντώνης. (1993), Εργασία και πολιτική στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου: Το Διεθνές γραφείο Εργασίας και η ανάδυση των κοινωνικών θεσμών, Αθήνα: Ίδρυμα Έρευνας και παιδείας της Εμπορικής τράπεζας της Ελλάδος
- Λιβιεράτος, Δημήτρης. (1994), Κοινωνικοί αγώνες στην Ελλάδα (1932-1936) Εναλλακτικές Εκδόσεις / Ιστορική μνήμη6.
- Πετμεζάς, Σωκράτης. (2002), Αγροτική οικονομία στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τ.Β1, α, Αθήνα: Βιβλιόραμα 189-239
- Προκοπάκη, Χρύσα. (2000), Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Κέδρος
- Σοφός, Αλιβίζος. (2009), Η εννοιολογική χαρτογράφηση σε Ηλεκτρονικά περιβάλλοντα: Μια Εναλλακτική Στρατηγική Μάθησης, Παιδαγωγικά ρεύματα στο Αιγαίο, τεύχ.4 Δεκέμβρης 2009, 59-76
- Φουντανόπουλος, Κώστας. (2002) Εργασία και Εργατικό κίνημα στην Ελλάδα» στο: Χρήστος Χατζηιωσήφ (επιμ), Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Ο Μεσοπόλεμος 1922-1940, τΒ1, Αθήνα: Βιβλιόραμα 295-329
- Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 10/05/1936

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου